- παιδαρίσκος
- παιδαρίσκος, ὁ (Α) [παιδάριον]μικρό παιδί, παιδάριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδαρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκον — παιδαρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκων — παιδαρίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίσκῳ — παιδαρίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)